- στορεστής
- ο, ΝΑνεοελλ.τεχνίτης ειδικός στην επίστρωση, ταπετσιέρηςαρχ.αυτός που φέρνει γαλήνη.[ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. ἐστόρεσα τού αρχ. στόρνυμι* (πρβλ. μτγν. στορέννυμι)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στόρεσμα — το, Ν επίστρωμα, ιδίως τοίχου, ταπετσαρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. ἐστόρεσα τού αρχ. στόρνυμι* (πρβλ. στορεστής)] … Dictionary of Greek